ζυμωταριά

ζυμωταριά
η
1) квашня, кадка; 2) тестомесилка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζυμωταριά" в других словарях:

  • ζυμωταριά — η [ζυμώνω] η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. ταριά (πρβλ. ξαπλω ταριά, ψησ ταριά)] …   Dictionary of Greek

  • μάκτρα — μάκτρα, ἡ (Α) 1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά 2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»